ItalianoGreco


tèmpra, témpra  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [ˈtɛmpra], [ˈtempra]

1 ηχητική χροιά
2 ηχητικό χρώμα
3 συντονισμός αναγνώρισης ήχου
4 ποιότητα ήχου από αρμονικές
5 ηχόχρωμα
6 σκλήρυνση
7 επεξεργασία σκλήρυνσης μετάλλου
8 νεύρο
9 ταμπεραμέντο

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---