ItalianoGreco


tèmpo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈtɛmpo]

1 ο χρόνος
2 (meteo) ο καιρός
3 (di partita) το ημίχρονο
4 (di film) το μέρος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI



Locuzioni, modi di dire, esempi


a tempo pieno = με πληρή απασχόληση || ai tempi di... = στις μέρες του... || avere ancora molto tempo = έχω μέλλον || brutto tempo [αρσ.] = η κακοκαιρία || con l'andar del tempo = συν τω χρόνω || perdere tempo = χάνω τον καιρό μου || previsioni [θηλ. πλυθ.] del tempo = η πρόγνωση του καιρού || tempi [αρσ. πλυθ.] supplementari = οι παρατάσεις [f.], η παράταση χρόνου || tempo [αρσ.] perso = ο ανεκμετάλλευτος χρόνος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---