temperàto
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [tempeˈrato]
1 μετρημένος
2 μέτριος
3 περιορισμένος
4 μετριοπαθής
5 συγκρατημένος
6 διαλλακτικός
7 βαμμένος (για ατσάλι)
8 εύκρατος (για κλίμα)
9 ξυμένος (για μολύβι)
10 ήπιος
11 εγκρατής
12 ανακατεμένος (για μπογιές)
aggettivo
Pronuncia I.P.A.: [tempeˈrato]
1 μετρημένος
2 μέτριος
3 περιορισμένος
4 μετριοπαθής
5 συγκρατημένος
6 διαλλακτικός
7 βαμμένος (για ατσάλι)
8 εύκρατος (για κλίμα)
9 ξυμένος (για μολύβι)
10 ήπιος
11 εγκρατής
12 ανακατεμένος (για μπογιές)
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
temperato (agg.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android