tassèllo
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [tasˈsɛllo]
1 βούλωμα
2 σφηνοειδές τεμάχιο
3 σφήνα
4 τσόντα ενίσχυσης παπουτσιού
5 συνδετικός πείρος
6 φέτα τυριού (από μαχαίρωμα δοκιμής)
7 φέτα καρπουζιού (από μαχαίρωμα δοκιμής)
8 ξύλινος γόμφος
9 τάπα
10 φυτευτός πείρος
11 ψηφίδα
12 τσόντα ενίσχυσης γωνίας κτιρίου
13 ξυλόκαρφο
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [tasˈsɛllo]
1 βούλωμα
2 σφηνοειδές τεμάχιο
3 σφήνα
4 τσόντα ενίσχυσης παπουτσιού
5 συνδετικός πείρος
6 φέτα τυριού (από μαχαίρωμα δοκιμής)
7 φέτα καρπουζιού (από μαχαίρωμα δοκιμής)
8 ξύλινος γόμφος
9 τάπα
10 φυτευτός πείρος
11 ψηφίδα
12 τσόντα ενίσχυσης γωνίας κτιρίου
13 ξυλόκαρφο
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
tassello (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android