tàccia
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [ˈtatʧa]
1 καταλογισμός ευθύνης
2 επίρριψη κατηγορίας
3 απόδοση (κατηγορίας)
4 κακή φήμη
5 επίρριψη ευθύνης
6 κατηγόρηση
7 κατηγορία
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [ˈtatʧa]
1 καταλογισμός ευθύνης
2 επίρριψη κατηγορίας
3 απόδοση (κατηγορίας)
4 κακή φήμη
5 επίρριψη ευθύνης
6 κατηγόρηση
7 κατηγορία
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
taccia (s. femm.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android