ItalianoGreco


svolgiménto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [zvolʤiˈmento]

1 εκτέλεση
2 μετεξέλιξη
3 ανέλιξη
4 θέμα
5 εξάπλωση
6 σύνθεση
7 προχώρημα
8 ξεδίπλωμα
9 ξετύλιγμα
10 ανάπτυξη
11 εκτύλιξη
12 εξέλιξη

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---