ItalianoGreco


sventolàta  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [zventoˈlata]

1 ταλάντωση ανεπιθύμητη
2 αναρρίπιση
3 φτερούγισμα
4 ανασκάλευση
5 πεταλούδισμα
6 αιώρηση
7 κυματισμός
8 κυμάτισμα
9 κούνημα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---