svaligiaménto
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [zvaliʤaˈmento]
1 λήστευση
2 λαφυραγώγηση
3 λαφυραγωγία
4 διαρπαγή
5 κούρσος
6 σκύλευση
7 πλιατσικολόγημα
8 δήωση
9 διαρπαγή
10 διαγούμισμα
11 καταλήστευση
12 λεηλασία
13 κούρσεμα
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [zvaliʤaˈmento]
1 λήστευση
2 λαφυραγώγηση
3 λαφυραγωγία
4 διαρπαγή
5 κούρσος
6 σκύλευση
7 πλιατσικολόγημα
8 δήωση
9 διαρπαγή
10 διαγούμισμα
11 καταλήστευση
12 λεηλασία
13 κούρσεμα
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
svaligiamento (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android