ItalianoGreco


superalcòlico  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [superalˈkɔliko]

οινοπνευματώδες ποτό με μεγάλο βαθμό περιεκτικότητας σε αλκοόλ

superalcòlico  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [superalˈkɔliko]

οινοπνευματώδης (με μεγάλο βαθμό περιεκτικότητας σε αλκοόλ)

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---