ItalianoGreco


stuzzicaménto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [stuttsikaˈmento]

1 παρενόχληση
2 πρόκληση
3 τσίγκλισμα
4 ερεθισμός
5 τσάτισμα
6 πρόγκα
7 πείραγμα
8 νευρίασμα
9 δούλεμα (για πλάκα)

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---