stupefazióne
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [stupefatˈtsjone]
1 αφασία
2 ζάλη
3 αποβλάκωση
4 ζαβλάκωμα
5 λήθαργος
6 νάρκη
7 αναισθησία
8 καταπληξία
9 αποσβόλωση
10 δέος
11 έκπληξη
12 κατάπληξη
13 απορία
14 πονοκεφάλιασμα
15 αιφνιδιασμός
16 ξάφνιασμα
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [stupefatˈtsjone]
1 αφασία
2 ζάλη
3 αποβλάκωση
4 ζαβλάκωμα
5 λήθαργος
6 νάρκη
7 αναισθησία
8 καταπληξία
9 αποσβόλωση
10 δέος
11 έκπληξη
12 κατάπληξη
13 απορία
14 πονοκεφάλιασμα
15 αιφνιδιασμός
16 ξάφνιασμα
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
stupefazione (s. femm.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android