ItalianoGreco


strombazzatùra  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [strombattsaˈtura]

1 υπερβολική και πομπώδης διαφήμιση
2 διαφημιστικό πυροτέχνημα
3 σάλπισμα
4 διαλάληση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---