strettézza
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [stretˈtettsa]
1 ανέχεια
2 φτώχεια
3 στέρηση
4 ζορισμένη οικονομική κατάσταση
5 λιτότητα
6 οικονομική δυσκολία
7 δυσφορία
8 στενότητα
9 στενοχώρια
10 έλλειψη
11 ανεπάρκεια
12 ζόρισμα
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [stretˈtettsa]
1 ανέχεια
2 φτώχεια
3 στέρηση
4 ζορισμένη οικονομική κατάσταση
5 λιτότητα
6 οικονομική δυσκολία
7 δυσφορία
8 στενότητα
9 στενοχώρια
10 έλλειψη
11 ανεπάρκεια
12 ζόρισμα
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
strettezza (s. femm.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android