ItalianoGreco


stràscico  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈstraʃʃiko]

1 τράτα (δίχτυ)
2 επακόλουθο
3 πομπή
4 ίχνος συρσίματος
5 συνοδεία
6 τράβηγμα
7 σύρσιμο
8 έλκυση
9 αρνητικά επακόλουθα
10 ολκός

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---