ItalianoGreco


stórno  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈstorno]

1 ανατροπή (δικαστικής απόφασης)
2 εκτροπή
3 ακύρωση
4 μεταστροφή
5 ψαρόνι sturnus vulgaris
6 μεταγωγή
7 αντιστροφή

stórno  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [ˈstorno]

1 ψαρής (για άλογο)
2 διάστικτος με γκρίζες βούλες (για άλογο)

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---