ItalianoGreco


storditàggine  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [stordiˈtadʤine]

1 ανοησία
2 βλακώδης πράξη
3 αφροσύνη
4 μωρότητα
5 μωρία
6 αμέλεια
7 αδιαφορία
8 αφροντισιά
9 απροσεξία
10 ολιγωρία

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---