ItalianoGreco


stomàtico  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [stoˈmatiko]

1 κατάλληλος για ασθένειες του στόματος
2 ο του στοματίου
3 στοματικός

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---