ItalianoGreco


stizzóso  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [stitˈtsoso], [stitˈtsozo]

1 οξύθυμος
2 νευρικός
3 θυμώδης
4 φουριόζος
5 παράφορος
6 οργίλος
7 ευερέθιστος
8 αράθυμος
9 ευέξαπτος
10 θυμωτσιάρης
11 θυμωσιάρης
12 θερμόαιμος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---