ItalianoGreco


stìpite  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈstipite]

1 κορμός ανθρώπου ή ζώου
2 στέλεχος
3 ποδίσκος
4 προπάτωρ
5 πρόγονος
6 κορμός δένδρου
7 μίσχος
8 όρθια πλευρά θύρας ή παραθύρου
9 παραστάτης πόρτας
10 παραστάδα
11 βλαστός
12 στύπος
13 κολόνα τζακιού

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---