ItalianoGreco


sterzàta  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [sterˈtsata]

1 ξαφνική στραβοτιμονιά
2 αλλαγή πορείας με τιμόνι
3 παρέκκλιση
4 αλλαγή πορείας
5 αλλαγή κατεύθυνσης
6 τιμονιά
7 πηδαλιουχία
8 πηδαλιούχηση
9 οιακισμός
10 οιάκισις
11 οιάκισμα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---