ItalianoGreco


stagnàre  
verbo intransitivo

Pronuncia I.P.A.: [staɲˈɲare]

1 τηρώ παθητική στάση
2 μένω αδρανής
3 απρακτώ
4 σταματώ
5 αργώ
6 βαράω μύγες
7 αποτελματώνομαι
8 λιμνάζω
9 μένω στάσιμος
10 αδρανώ
11 ακινητώ

stagnàre  
verbo transitivo

Pronuncia I.P.A.: [staɲˈɲare]

1 στεγανοποιώ
2 κλείνω ερμητικά
3 καταστέλλω στην πηγή
4 σταματώ τη ροή
5 κολλώ με ηλεκτρικό κολλητήρι
6 γανώνω
7 επικασσιτερώνω
8 καλαΐζω
9 κασσιτερώνω

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---