spolveratùra
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [spolveraˈtura]
1 επιπόλαιη γνώση
2 απόκτηση ελάχιστης γνώσης
3 πασάλειμμα με επιπόλαιες αποσπασματικές γνώσεις
4 ημιμάθεια
5 επιπόλαιη επάλειψη
6 βούρτσισμα
7 ξεσκόνισμα
8 πασάλειμμα
9 πασπάλισμα
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [spolveraˈtura]
1 επιπόλαιη γνώση
2 απόκτηση ελάχιστης γνώσης
3 πασάλειμμα με επιπόλαιες αποσπασματικές γνώσεις
4 ημιμάθεια
5 επιπόλαιη επάλειψη
6 βούρτσισμα
7 ξεσκόνισμα
8 πασάλειμμα
9 πασπάλισμα
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
spolveratura (s. femm.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android