ItalianoGreco


spòglia  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [ˈspɔʎʎa]

1 περιοδικό ρίξιμο περιβλήματος
2 τράβηγμα (χυμένου μετάλλου)
3 απόρριψη νεκρού ιστού (για φίδι κλπ)
4 έκδυση
5 (al plurale: ((spoglie))) λεία, πολεμική λεία, λάφυρα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---