ItalianoGreco


spezzóne  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [spetˈtsone]

1 κομμάτι σφυρήλατο
2 κάβος πλοίου
3 ισχυρό σκοινί ενεργοποίησης κανονιού πλοίου (σε αρχαία κανόνια)
4 εμπρηστική βόμβα
5 κομμάτι καμένης κινηματογραφικής ταινίας
6 λαμαρίνα ή προφίλ σε ελαττωμένο μέγεθος

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---