ItalianoGreco


spèttro  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈspɛttro]

1 ίσκιωμα
2 ίσκιος
3 επινόημα της φαντασίας
4 φάσμα
5 φαντασιοκόπημα
6 είδωλο
7 πλάσμα της φαντασίας
8 φάντασμα
9 όνειρο
10 αερικό
11 στοιχειό

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---