spèttro
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈspɛttro]
1 ίσκιωμα
2 ίσκιος
3 επινόημα της φαντασίας
4 φάσμα
5 φαντασιοκόπημα
6 είδωλο
7 πλάσμα της φαντασίας
8 φάντασμα
9 όνειρο
10 αερικό
11 στοιχειό
sostantivo maschile
Pronuncia I.P.A.: [ˈspɛttro]
1 ίσκιωμα
2 ίσκιος
3 επινόημα της φαντασίας
4 φάσμα
5 φαντασιοκόπημα
6 είδωλο
7 πλάσμα της φαντασίας
8 φάντασμα
9 όνειρο
10 αερικό
11 στοιχειό
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
spettro (s. masch.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android