spaccatùra
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [spakkaˈtura]
1 ραγάδα
2 κατακερματισμός
3 διαμελισμός
4 σχισμή
5 σκισιματιά
6 ράγισμα
7 ρωγμή
8 πετσόκομμα
9 λιάνισμα
10 σκίσιμο
11 κόψιμο
12 κομμάτιασμα
13 πελέκημα
14 διαχωρισμός
sostantivo femminile
Pronuncia I.P.A.: [spakkaˈtura]
1 ραγάδα
2 κατακερματισμός
3 διαμελισμός
4 σχισμή
5 σκισιματιά
6 ράγισμα
7 ρωγμή
8 πετσόκομμα
9 λιάνισμα
10 σκίσιμο
11 κόψιμο
12 κομμάτιασμα
13 πελέκημα
14 διαχωρισμός
permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
spaccatura (s. femm.)
Our sites
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Our mobile applications
Android