ItalianoGreco


sólco  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈsolko]

1 τσαλάκωμα
2 πτυχή
3 ρυτίδα
4 ρωγμή
5 αύλακας (εγκεφάλου)
6 ραγάδα
7 ρήγμα
8 αυλάκι σποράς
9 αυλακιά
10 αυλάκι
11 αυλάκι από ρόδες
12 ζάρα
13 ίχνος αυλακιού πλοίου
14 αχνάρι

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---