ItalianoGreco


soggólo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [sogˈgolo]

1 λουρίδα καπέλου που πιάνει στο λαιμό (για να στηρίζει το καπέλο)
2 χαλινάρι λαιμού αλόγου
3 καλύπτρα (των καλογριών)

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---