ItalianoGreco


smisuratézza  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [zmizuraˈtettsa]

1 το αχανές
2 το άπειρο
3 ιδιότητα του απεριόριστου
4 απεραντότητα
5 ιδιότητα του τεραστίου
6 έλλειψη μέτρου
7 αχανής ποσότητα
8 απεραντοσύνη

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---