ItalianoGreco


scompórre  
verbo transitivo

Pronuncia I.P.A.: [skomˈporre]

1 χαλώ
2 ανακατεύω
3 ταράζω
4 συγχύζω
5 ταράσσω
6 ανακατώνω (πχ τα μαλλιά)
7 διανέμω
8 παραγοντοποιώ (μαθηματικά)
9 διαλύω
10 μεταβάλλω
11 μεταποιώ
12 διχάζω
13 διασπώ
14 επανορθώνω
15 αποσυνθέτω
16 διαλύω σε συνθετικά μέρη
17 διαχωρίζω
18 θρυμματίζω
19 σπάζω
20 ξεχαρβαλώνω
21 αποσυναρμολογώ
22 αναστατώνω

scomporsi  
verbo pronominale*

Pronuncia I.P.A.: [skomˈporsi]

1 συγχύζομαι
2 ταράζομαι
3 χαλώ την αυτοσυγκράτησή μου
4 αποσυντίθεμαι
5 εξοργίζομαι

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---