ItalianoGreco


scelleràto  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ʃelleˈrato]

1 βρομάνθρωπος
2 βρομόσκυλο
3 παλιάνθρωπος
4 άνθρωπος κακοήθης
5 κάθαρμα
6 σκατάς
7 μαγάρα
8 λεμές

scelleràto  
aggettivo

Pronuncia I.P.A.: [ʃelleˈrato]

1 αμαρτωλός
2 χείριστος
3 κακοήθης
4 αχρείος
5 άτιμος
6 φρικτός
7 φαύλος
8 πανάθλιος
9 φοβερός
10 σκαμπρόζικος
11 πρόστυχος
12 άδικος
13 θηριώδης
14 μυσαρός
15 στυγερός
16 διεστραμμένος
17 απαίσιος
18 άνομος
19 διεφθαρμένος
20 πονηρός
21 κακός
22 εμπαθής

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---