ItalianoGreco


sbàlzo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈzbaltso]

1 εκτίναξη
2 άλμα
3 πήδημα
4 προκυμαία
5 αναπήδηση
6 προβλήτα
7 απόσειση
8 ανάγλυφο
9 κλονισμός
10 αποτίναξη
11 τίναγμα
12 σκίρτημα
13 αποβάθρα
14 έκτυπο
15 τιναγμός
16 εκσφενδόνιση
17 εκκίνηση
18 σκάλωμα
19 σκόνταμμα
20 τμήμα που προεξέχει
21 σκέπαστρο
22 ξαφνική αλλαγή
23 προεξέχον τμήμα κτιρίου
24 σκίρτημα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---