Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianosaccheggiàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [sakkedˈʤare] 1 κουρσεύω 2 λεηλατώ (πόλη) που κατέλαβα 3 ερημώνω 4 κουρσεύω 5 κάνω λογοκλοπή 6 πλιατσικολογώ 7 τσουβαλιάζω 8 σακουλιάζω 9 σακιάζω 10 διαρπάζω 11 διαγουμίζω 12 λαφυραγωγώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |