Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorinnegàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rinneˈgare] 1 αποποιούμαι 2 αποκρούω 3 αρνούμαι 4 αρνούμαι οποιαδήποτε σχέση 5 αρνούμαι αποδοχή 6 δεν παραδέχομαι 7 αποτάσσομαι 8 απαρνούμαι 9 απαρνιέμαι 10 δεν αναγνωρίζω 11 αποκηρύσσω 12 δεν αναλαμβάνω ευθύνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |