Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorinfiammàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rinfjamˈmare] 1 διαθερμαίνω 2 αναρριπίζω 3 φουντώνω 4 ξεσκαλίζω 5 αναπυρώνω 6 αναζωπυρώνω 7 ξαναβάζω φωτιά 8 αναμοχλεύω 9 αναθερμαίνω rinfiammarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [rinfjamˈmarsi] 1 φουντώνω ξανά 2 διεγείρομαι ξανά 3 ξαναπιάνω φωτιά 4 αναζωπυρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |