Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorinascènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [rinaʃˈʃɛntsa] 1 ανάκτηση των δυνάμεων 2 ανάκτηση των αισθήσεων 3 Αναγέννηση 4 αναζωογόνηση 5 αναγέννηση 6 ξαναγέννημα 7 αναβίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |