Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorilevazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [rilevatˈtsjone] 1 καταχώρηση 2 εγγραφή 3 καταγραφή 4 παρατήρηση 5 τοπογράφηση 6 σχεδιαγράφηση 7 αποτύπωση 8 χωροστάθμιση 9 χωρογράφηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |