ItalianoGreco


rigidézza  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [riʤiˈdettsa]

1 βλοσυρότητα
2 ψυχρότητα και ακαταδεξία
3 στερεότητα
4 ακαμψία
5 δριμύτητα (καιρού)
6 αδιαλλαξία
7 σοβαρότητα
8 δριμύτητα
9 αλυγισιά
10 ανελαστικότητα
11 ακρίβεια
12 σκληρότητα
13 απαιτητικότητα
14 αυστηρότητα
15 δυσκαμψία
16 μονοκόμματη συμπεριφορά

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---