Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorifinitùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [rifiniˈtura] 1 ολοκλήρωμα 2 συντέλεση 3 ολοκλήρωση 4 αποτελείωμα 5 φινίρισμα 6 τέλειωμα 7 αποπεράτωση 8 κλείσιμο 9 αποτέλειωμα 10 αποτελείωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |