Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriedizióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [rieditˈtsjone] 1 ανατύπωση 2 νέο γύρισμα ταινίας που έχει ξαναγυριστεί στο παρελθόν 3 επανέκδοση 4 νέα έκδοση 5 ανέβασμα νέο παλιάς θεατρικής επιτυχίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |