Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoridimensionàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [ridimensjoˈnare] 1 αναδιαμορφώνω 2 αναδιαρθρώνω 3 αναδιοργανώνω 4 κάνω οικονομίες 5 ανασυντάσσω 6 βλέπω το πραγματικό φως 7 επανεξετάζω 8 ανασυνθέτω 9 επανεκτιμώ 10 περικόπτω δαπάνες 11 εξοικονομώ ridimensionarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [ridimensjoˈnarsi] 1 αναδιοργανώνομαι 2 επανεξετάζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |