Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriconosciménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [rikonoʃʃiˈmento] 1 εξέταση περιοχής (στρατιωτικός όρος) 2 βεβαίωση λήψης 3 ομολογία 4 εκτίμηση 5 παραδοχή 6 πέραση 7 αποδοχή 8 καθιέρωση 9 επαναφορά στη μνήμη 10 καθομολόγηση 11 εξερεύνηση 12 καθομολογία 13 αναγνώριση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |