Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoriconciliàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [rikonʧiˈljare] 1 ειρηνεύω 2 αγαπίζω 3 συνδιαλλάσσω 4 φιλιώνω 5 συμφιλιώνω 6 ξανακερδίζω 7 μονοιάζω 8 εξευμενίζω 9 γεφυρώνω 10 αδελφώνω 11 συμβιβάζω riconciliarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [rikonʧiˈljarsi] 1 ξεκακιώνω 2 συμφιλιώνομαι 3 συνδιαλλάσσομαι 4 συναδελφώνομαι 5 αγαπίζω 6 μονοιάζω 7 ειρηνεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |