Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorichiàmo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [riˈkjamo] 1 ανάκληση 2 προειδοποίηση 3 κάλεσμα εκ νέου 4 δελεασμός 5 έλξη 6 δέλεαρ 7 σφυρίχτρα μίμησης κελαηδίσματος 8 κάλεσμα 9 παραπομπή (τυπογραφία) 10 θέλγητρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |