Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoreviviscènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [reviviʃˈʃɛntsa] 1 ανάκτηση δυνάμεων 2 αναθέρμανση 3 αναζωπύρωση 4 ξαναζωντάνεμα 5 νεκρανάσταση 6 εγκαρδίωση 7 ανανέωση 8 αναβίωση 9 επιστροφή στη ζωή 10 ξαναγέννημα 11 θρησκευτική αφύπνιση 12 αναζωογόνηση 13 αναγέννηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |