Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorestrìngere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [resˈtrinʤere] 1 συμπτύσσω 2 συμμαζεύω 3 συμπιέζω 4 σφίγγω 5 περιορίζω με μέτρα λιτότητας 6 συντέμνω 7 χαλιναγωγώ 8 στενεύω 9 ελαττώνω 10 ελαχιστοποιώ 11 περιορίζω 12 περιστέλλω 13 περικόβω 14 περιμαζεύω 15 λιγοστεύω 16 μαζεύω restrìngersi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [resˈtrinʤersi] περιορίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |