Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorendicónto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,rɛndiˈkonto] 1 απολογισμός 2 αντίγραφο λογαριασμού 3 λεπτομερής εξιστόρηση 4 απολογιστική έκθεση 5 λογοδοσία 6 πρακτικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |