Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorèggere
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [ˈrɛdʤere] 1 διαρκώ 2 ανθίσταμαι 3 αντέχω 4 διατηρούμαι 5 επαρκώ 6 ανέχομαι 7 αντιστέκομαι 8 αντιδρώ règgere verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [ˈrɛdʤere] βαστώ, στηρίζω reggersi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [ˈrɛdʤersi] 1 κρατιέμαι 2 αυτοκυριαρχούμαι 3 πιάνομαι 4 συνεχίζω 5 αλληλοβοηθούμαι 6 προσκολλώμαι 7 ελέγχω τον εαυτό μου 8 αρπάζομαι 9 διαρκώ 10 στέκομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |