Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianorecèsso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [reˈʧɛsso] 1 πτώση 2 μυχός 3 υποχώρηση 4 κοίλωμα 5 κρυφό μυστικό ή ιερό μέρος 6 κόγχη 7 εσοχή 8 σηκός 9 βαθούλωμα 10 ύφεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |