Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoravvivàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [ravviˈvare] 1 ανασταίνω 2 δίνω νέα ζωή 3 περιαυγάζω 4 αναβιώνω 5 αναρριπίζω 6 φρεσκάρω 7 λαμπρύνω 8 ανανεώνω 9 αναγεννώ 10 αναζωογονώ 11 συνεφέρνω 12 ξαναζωντανεύω 13 δίνω ζωή και κίνηση 14 αναπτερώνω ravvivarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [ravviˈvarsi] 1 ξανανιώνω 2 ξαναζωντανεύω 3 ανανεώνομαι 4 αναθάλλω 5 ξαναγεννιέμαι 6 αναζωογονούμαι 7 ξεμουχλιάζω 8 αναλάμπω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |